βολφράμιο ή τουνγκστένιο

βολφράμιο ή τουνγκστένιο
Χημικό στοιχείο με σύμβολο W. Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στη 2η υποομάδα και έχει ατομικό αριθμό 74. Μέχρι το 1961, το στοιχείο αυτό ονομαζόταν και τουνγκστένιο, αλλά η ονομασία αυτή διατηρήθηκε μόνο για το μέταλλο ως μη επιστημονικός όρος. Συναντάται στα ορυκτάσεελίτη και βολφραμίτη, που συνοδεύεται συνήθως από κασσίτερο. Η ύπαρξή του πιστοποιήθηκε από τον Σέελε στον σεελίτη το 1781 και απομονώθηκε δύο χρόνια αργότερα από τους αδελφούς Ντ’ Ελχουγιάρ. Μέταλλο βαθύφαιο, σε συμπαγή μορφή, είναι λαμπερό λευκό· καλός αγωγός, λιώνει στους 3.410°C, βράζει γύρω στους 5.900°C, έχει ειδικό βάρος 19,3, είναι αναλλοίωτο στον αέρα, αδιάλυτο στα οξέα και στις κοινές βάσεις, αντιστέκεται στο βασιλικό ύδωρ, προσβάλλεται από το λιωμένο υπερχλωρικό κάλιο, από το φθόριο σε συνηθισμένη θερμοκρασία και από το χλώριο σε πύρωση. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με την αργιλοθερμική μέθοδο, με την παρουσία ενός εύτηκτου ορυκτού, όπως ο κρυόλιθος ή ο φθορίτης. Λαμβάνεται σε καθαρή κατάσταση με αναγωγή του τριοξειδίου WO3 με υδρογόνο σε υψηλή θερμοκρασία. Από τις ενώσεις του β. αναφέρουμε το τριοξείδιο WO3, σκόνη υποκίτρινη που διαλύεται στα αλκάλια σχηματίζοντας τα βολφραμικά άλατα. Αν υποστούν επεξεργασία με αναγωγικά, τα αλκαλικά βολφραμικά άλατα και τα άλατα των αλκαλικών γαιών δίνουν τους ορείχαλκους τουνγκστενίου με απόχρωση κυανή, πορφυρή, χρυσοκίτρινη, που χρησιμοποιούνται ως βερνικοχρώματα. Τα βολφραμικά άλατα του ασβεστίου, του βαρίου και του μαγνησίου χρησιμοποιούνται ως φωσφορίζουσες ουσίες. Το β. εφαρμόζεται στην κατασκευή σκληρότατων κραμάτων για την κατεργασία του γυαλιού, όπως π.χ. το μέταλλο widia (καρβίδιο του β. ή του κοβαλτίου) για ταχυχάλυβες και, επειδή αντέχει σε θερμοκρασία περίπου 2.500°C χωρίς να εξαχνώνεται, για την κατασκευή σπειρωμάτων σε ηλεκτρικές λυχνίες. Ο βολφραμίτης, ένα από τα ορυκτά από τα οποία εξάγεται το βολφράμιο, στοιχείο που χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τουνγκστένιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τού χημικού στοιχείου βολφράμιο, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως στη Γαλλία, στην Αγγλία και στις ΗΠΑ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tungstene < σουηδ. tungsten < σουηδ. tung «βαρύς» + sten «πέτρα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”